- τήγμα
- (I)το, Ν [τήκω](τεχνολ.-χημ.) το προϊόν τής τήξης, τηγμένο, λειωμένο στερεό σώμα.————————(II)τὸ, Μχρώμα («τῆγμα χρυσοῡ», ΨΔημοκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τής λ. στίγμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τήγματα — τῆγμα colour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
κυανίωση — η χημ. 1. μέθοδος που χρησιμοποιείται στην κατεργασία τών μεταλλευμάτων χρυσού και αργύρου με πολύ αραιά διαλύματα κυανιούχου καλίου ή νατρίου 2. διαδικασία ανθράκωσης τών χαλύβων με εμβάπτισή τους σε λουτρό που έχει ως βάση ένα τήγμα κυανιούχου… … Dictionary of Greek
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
χαλκόφιλος — η, ο, Ν φρ. «χαλκόφιλα στοιχεία» (γεωχ.) στοιχεία που παρουσιάζουν τόσο μεγάλη χημική συγγένεια με το θείο, δηλαδή έχουν την τάση να σχηματίζουν ενώσεις ή κράματα με αυτό, ώστε σε ένα τήγμα απαντούν κυρίως με τη μορφή σουλφιδίων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ασβέστιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ca, που ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των μετάλλων (αλκαλικές γαίες)· έχει ατομικό αριθμό 20, και έξι σταθερά ισότοπα. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, αποτελεί το 3,22% του γήινου… … Dictionary of Greek